νίγλαρος

νίγλαρος
ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος)
1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες
2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες
νεοελλ.
μικρός πλαγίαυλος, πίφερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νίγλαρος — whistle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”