- νίγλαρος
- ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος)1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιεςνεοελλ.μικρός πλαγίαυλος, πίφερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.